- γενήσεσθαι
- γίγνομαιcome into a new state of beingfut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδοξος — η, ο (AM ἐπίδοξος, ον) αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός») αρχ. μσν. ένδοξος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
γενήσεσθ' — γενήσεσθε , γίγνομαι come into a new state of being fut ind mid 2nd pl γενήσεσθαι , γίγνομαι come into a new state of being fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)